- παρκετέζα
- ηηλεκτρική μηχανή με την οποία γίνεται το γυάλισμα τού παρκέτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parqueteuse (< parquet), βλ. λ. παρκέ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek